μικροτεχνία

μικροτεχνία
η
η τέχνη κατασκευής μικροτεχνημάτων, το σύνολο των μικροτεχνημάτων: Εργαστήριο μικροτεχνίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μικροτεχνία — μικροτεχνίᾱ , μικροτεχνία pettiness in art fem nom/voc/acc dual μικροτεχνίᾱ , μικροτεχνία pettiness in art fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροτεχνία — η (ΑΜ μικροτεχνία) [μικροτέχνης] νεοελλ. η τέχνη τής κατασκευής μικροτεχνημάτων, η μικροτεχνική μσν. αρχ. 1. η κομψότητα στην τέχνη 2. το να κατασκευάζει κανείς μικρά και ευτελή, ασήμαντα αντικείμενα 3. ασήμαντη εργασία …   Dictionary of Greek

  • μικροτεχνίας — μικροτεχνίᾱς , μικροτεχνία pettiness in art fem acc pl μικροτεχνίᾱς , μικροτεχνία pettiness in art fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροτεχνίαν — μικροτεχνίᾱν , μικροτεχνία pettiness in art fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μικροτεχνικός — ή, ό [μικροτεχνία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μικροτεχνία ή στο μικροτέχνημα 2. το θηλ. ως ουσ. η μικροτεχνική η τέχνη κατασκευής μικροτεχνημάτων, η μικροτεχνία …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Μπενάκη, Μουσείο — Μουσείο της Αθήνας, που ίδρυσε το 1930 ο Αντώνιος Μπενάκης (βλ. λ.). Αποτελεί ίδρυμα επιχορηγούμενο από το δημόσιο και στεγάζεται στο αρχοντικό του Εμμανουήλ Μπενάκη (γωνία Βασιλίσσης Σοφίας και Κουμπάρη). Το Μουσείο δημιουργήθηκε από τις… …   Dictionary of Greek

  • ВАТОПЕД — [греч. ῾Ιερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, Βατοπεδίου; Βατοπαίδιον, Βατοπέδιον], во имя Благовещения Пресв. Богородицы общежительный муж. мон рь; расположен на берегу небольшой бухты, находящейся примерно посередине сев. вост. побережья п ова Афон… …   Православная энциклопедия

  • βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”